1878 Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
Ελληνότοπος ο Κολινδρός, Μελίκη, Παλατίτσια
Πρόδρομος, Βεργίνα, Νιόκαστρο και τ΄ άλλα τα χωριά
Πιάσαν λεβέντες τ΄ άρματα, μ΄ ευχές ψυχής απ΄ τα κορίτσια
την πολυπόθητη να φέρουνε ξανά την λευτεριά
Τι κι αν φανήκαν Εφιάλτες,
τι κι αν έσβησεν ο ήλιος
κι ο θεός έγιν΄ απάνθρωπος
Πάντ΄ αναστάσιμη λαμπρή προσδοκούνε οι πατρίδες
Και το πουλί φτερούγισε με το κακό μαντάτο
Κι ήρθε να βρει κακόχρονη μάνα χαροκαμένη
Τους γιους της πως ξεκλήρισε φριχτά, οχτρών φουσάτο
τι όλοι τους οι σύντροφοι κείτονταν σκοτωμένοι
Πλουμιστές φορεσιές ξεσχισμένες, βουτηγμένες στο άλικο αίμα
Σπονδή άγρια, σα νέκταρ, αχόρταγα ρουφά η παγωμένη γη
Η λευτεριά θέλει θυσίες, κι΄ είν΄ ακριβή, δεν είναι ψέμα
Φυτρώνει, μεγαλώνει, αντρειεύει με αίμα, χώμα κ΄ οιμωγή
Βλέπαν οι άγιοι πάντες αψηλά, εκεί στο Μοναστήρι
Έντρομοι απ΄ τη σφαγή, ανήμποροι, το θάμα να συμβεί
Πίναν θνητοί και άγιοι απ΄ το πικρό ποτήρι
κι εύχονταν το χειρότερο να μην ξανασυμβεί
Κι είπαν, απ΄ τα απόκρημνα ψηλά τα μονοπάτια
τα γυναικόπαιδα να σώσουν, να μείνει η γενιά
Κι αν στη ζωή ριζώνονταν, θα φτιάχναν και παλάτια
Σαν η ζωή δώσει ζωή, του θανάτου φεύγει η παγωνιά
Κι όσες της μοίρας το γραφτό ήταν ν΄ ατιμαστούνε
με βιασμούς, ξεφτιλισμούς, η τιμή να προσβληθεί
έκαναν την υπέρβαση, αμόλυντες τη λευτεριά να βρούνε
Τι να την κάνεις την ζωή, σαν η ψυχή χαμένη θα κληθεί
Σπάει το νήμα της ζωής του κάθε εκλεκτού
όταν χορεύοντας πηδά μες στου γκρεμού την πίστα
Επάνω στα Πιέρια, στον βράχο Γαλακτού
έγινε νέο Ζάλογγο και νέα Αραπίτσα
Ελληνότοπος ο Κολινδρός, Μελίκη, Παλατίτσια
Πρόδρομος, Βεργίνα, Νιόκαστρο και τ΄ άλλα τα χωριά
Πιάσαν λεβέντες τ΄ άρματα, μ΄ ευχές ψυχής απ΄ τα κορίτσια
την πολυπόθητη να φέρουνε ξανά την λευτεριά
Τι κι αν φανήκαν Εφιάλτες,
τι κι αν έσβησεν ο ήλιος
κι ο θεός έγιν΄ απάνθρωπος
Πάντ΄ αναστάσιμη λαμπρή προσδοκούνε οι πατρίδες
Και το πουλί φτερούγισε με το κακό μαντάτο
Κι ήρθε να βρει κακόχρονη μάνα χαροκαμένη
Τους γιους της πως ξεκλήρισε φριχτά, οχτρών φουσάτο
τι όλοι τους οι σύντροφοι κείτονταν σκοτωμένοι
Πλουμιστές φορεσιές ξεσχισμένες, βουτηγμένες στο άλικο αίμα
Σπονδή άγρια, σα νέκταρ, αχόρταγα ρουφά η παγωμένη γη
Η λευτεριά θέλει θυσίες, κι΄ είν΄ ακριβή, δεν είναι ψέμα
Φυτρώνει, μεγαλώνει, αντρειεύει με αίμα, χώμα κ΄ οιμωγή
Βλέπαν οι άγιοι πάντες αψηλά, εκεί στο Μοναστήρι
Έντρομοι απ΄ τη σφαγή, ανήμποροι, το θάμα να συμβεί
Πίναν θνητοί και άγιοι απ΄ το πικρό ποτήρι
κι εύχονταν το χειρότερο να μην ξανασυμβεί
Κι είπαν, απ΄ τα απόκρημνα ψηλά τα μονοπάτια
τα γυναικόπαιδα να σώσουν, να μείνει η γενιά
Κι αν στη ζωή ριζώνονταν, θα φτιάχναν και παλάτια
Σαν η ζωή δώσει ζωή, του θανάτου φεύγει η παγωνιά
Κι όσες της μοίρας το γραφτό ήταν ν΄ ατιμαστούνε
με βιασμούς, ξεφτιλισμούς, η τιμή να προσβληθεί
έκαναν την υπέρβαση, αμόλυντες τη λευτεριά να βρούνε
Τι να την κάνεις την ζωή, σαν η ψυχή χαμένη θα κληθεί
Σπάει το νήμα της ζωής του κάθε εκλεκτού
όταν χορεύοντας πηδά μες στου γκρεμού την πίστα
Επάνω στα Πιέρια, στον βράχο Γαλακτού
έγινε νέο Ζάλογγο και νέα Αραπίτσα
Σωτήρης Τσιλίκας