Γεννήθηκα το 1980. Το 1998 τελείωσα το λύκειο, εκείνο το παλιό, το Γενικό, με τις δέσμες και τα 4 μαθήματα, που νόμιζες πως θα έκριναν τη ζωή σου.
Μετά έδωσα κι εγώ πανελλήνιες. Ηράκλειο Κρήτης. Σε σχολή που δεν ήθελα.
Δεν πήγα ποτέ. Πήγα όμως στην Ιταλία. Στη Βοlogna.
Σε σχολή που νόμιζα πως ήθελα.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, κοντά στο γυμνάσιο νομίζω πως ήμουν, θεωρούσα σχεδόν βέβαιο πως η δική μου γενιά θα άλλαζε τον κόσμο.
Αλήθεια σου λέω, το πίστευα…είχα στο βλέμμα μου, τη ματιά εκείνη του 16χρονου που πιστεύει σε θαύματα.
Κι είχα και κάτι μάτια μεγάλα και πράσινα, που πίστευες κι εσύ πως θα αλλάζαμε μαζί τον κόσμο και μαζί θα κάναμε τα θαύματα.
Μικρά καθημερινά θαύματα.
Σιγά-σιγά άρχισα να το πιστεύω ολοένα και περισσότερο, διότι έβλεπα την ίδια αυτή βεβαιότητα, την ίδια θέληση, την ίδια μαγκιά, τον ίδιο «θα σας πάρω όλους σβάρνα» τρόπο ζωής και σε άλλα εφηβικά βλέμματα.
Και τα πράσινα μάτια γινόντουσαν περισσότερα.
Θέλαμε ίσως ενδόμυχα να διατηρήσουμε κάτι λίγο από την αποφασιστικότητα και το ξεχασμένο άρωμα των μυθικών για εμάς βιωμάτων των προηγούμενων γενεών, της μεταπολεμικής, του Πολυτεχνείου, της μεταπολίτευσης, αλλά συγχρόνως και ταυτοχρόνως να τις προσπεράσουμε, ίσως και παράνομα, χωρίς να βγάλουμε φλας, να συνθέσουμε σιγά-σιγά το δικό μας χαρμάνι, με τα ανεξίτηλα χρώματα που θα βάφαμε και καλά το μέλλον.
Το δικό μας μέλλον ίσως, μα σίγουρα θα βάφαμε κι εκείνο των επόμενων.
Και καθημερινά διαπιστώναμε πολλά για την πουτάνα τη ζωή, όταν βλέπαμε μεγαλύτερους και συνομήλικους να πουλάνε για τριάντα αργύρια -εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Ιούδας- εκείνο το βλέμμα το πεντακάθαρο, με το χαζό αντάλλαγμα λίγων ελαχίστων γραμμαρίων σύγχρονης Ελληνικής καταναλωτικής μιζέριας και πρέζας.
Όχι μόνο μάθαμε να ξεπουλάμε την αξιοπρέπειά μας, αλλά μάθαμε και στους επόμενους να ξεπουλάνε κι αυτοί τη δική τους αξιοπρέπεια.
Κι όταν κάποιοι κάνανε εκπτώσεις τότε σιγά-σιγά αρχίσαμε να μαθαίνουμε και στα παιδιά μας όχι μόνο να την ξεπουλάνε αυτή τη ρημάδα την αξιοπρέπεια, αλλά να την ξεπουλάνε όσο-όσο.
Και το κακό γεννιόταν. Για μια φορά ακόμη. Για μια γενιά ακόμη.
Γεννιόταν και γρύλιζε στα αυτιά και στα μυαλά μας.
Αλλά, αδερφούλη μου, παλιέ μου συμμαθητή και σύντροφε, πες μου, πού να το ακούσεις ανάμεσα σε τόση φασαρία;
Πού να το διακρίνεις ανάμεσα σε τόσες «επιτυχίες»;
Το πρόσεξες μόνο όταν τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν.
Μόνο τότε το είδαμε. Και μετά…μετά αφού σωπάσαμε εκκωφαντικά, αρχίσαμε να μιλάμε.
Ή μάλλον, αρχίσαμε να φλυαρούμε. Να φλυαρούμε δίχως σταματημό.
Για το ποιος φταίει, για το πώς την πατήσαμε, για το τι μας συνέβη και μείναμε άπραγοι…αρχίσαμε να φλυαρούμε ακατάπαυστα.
Τελικά, μόνο αυτό μάθαμε να κάνουμε με επιτυχία.
Να φλυαρούμε, με όλους και για όλους, μπας και στο μεταξύ βρούμε δικαιολογίες και άλλοθι.
Ναι, φίλε μου και παλιέ μου συμμαθητή, τον αλλάξαμε τον κόσμο.
Τον αλλάξαμε, διότι ενώ κάναμε τόσα όνειρα, πάντα τους εφιάλτες μας τους αφήναμε για τους επόμενους.
Τώρα, εμείς οι σχεδόν 35άρηδες, βρισκόμαστε μπροστά σε 16χρονους εφήβους και ψελλίζουμε πόρνες δικαιολογίες για το ότι θα δουλέψουν σαν σκλαβάκια, όπως κάνουμε κι εμείς εξάλλου, θα βλέπουν συμμορίες νεοναζί και κάποιοι θα τους θεωρούν σωτήρες, όπως κάνουμε κι εμείς εξάλλου, θα πληρώνουν το δικό μας λερωμένο μάρμαρο, όπως κάποτε το πληρώσαμε κι εμείς.
Λερωμένο όχι από αίμα, ούτε από αγώνες, αλλά από ματαιοδοξίες, ανασφάλειες, εμμονές, και αυτές τις χιλιοανακυκλωμένες γαμημένες εξίσου πόρνες «προοπτικές».
Δεν εύχομαι η Ιστορία να μας αγνοήσει, ούτε και θα ζητήσω συγνώμη από κανέναν.
Θα σταματήσω να γράφω, θα ψάξω λίγο το σκονισμένο βιβλίο της Γώγου στα ράφια μου και θα ξαναδιαβάσω το στίχο:
"Είναι …-δε θέλω να λέω ψέματα - δύσκολοι καιροί.
Και θα ‘ρθούνε κι άλλοι. Δεν ξέρω -μην περιμένεις κι από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά.